Μια δημοσίευση της Δρ. Εμμανουέλλας Μαγριπλή και του καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνη Ζαμπέλα στο τεύχος 260, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2016, της διμηνιαίας έκδοσης του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας “Στους ρυθμούς της καρδιάς”.
Η παιδική και εφηβική παχυσαρκία αποτελούν παγκόσμια πρόβλημα, το ποσοστό εμφάνισης είναι εξαιρετικά υψηλό, σε παγκόσμια κλίμακα ανέρχεται πάνω από 40%. Στην Ελλάδα, η παιδική παχυσαρκία αποτελεί από τα πιο βασικά προβλήματα με σημαντικό αντίκτυπο στη Δημόσια Υγεία. Στη μελέτη GRECO, διαπιστώθηκε ότι σε παιδιά ηλικίας 10 έως 12 ετών, 30% είναι υπέρβαρα και 12% είναι παχύσαρκα. Με το ποσοστό αυτό δίνει η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις πρώτες στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως.
Πολλές μελέτες έχουν διεξαχθεί για να βρεθούν τα πιθανά αίτια γι’ αυτή την «επιδημία» της παιδικής παχυσαρκίας σε όλον τον κόσμο και στην Ελλάδα. Μελέτες με στόχο την κατανόηση και την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας, επισημαίνουν πως η διατροφή και η άσκηση είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες, ξεπερνώντας τη γενετική προδιάθεση που μπορεί να έχει το παιδί. Τα τελευταία χρόνια εξετάζεται και ο πιθανός συσχετισμός της παιδικής παχυσαρκίας με το σύνολο και την ποσότητα της διατροφής, καθώς επίσης και με άλλες συνήθειες.
Η μελέτη GRECO είναι Πανελλήνια έρευνα, που διεξήχθη σε αντιπροσωπευτικό πανελλαδικό δείγμα μαθητών δημοτικού σχολείου, ηλικίας 10-12 ετών. Εξετάστηκαν περίπου 5000 παιδιά για να βρεθούν παράγοντες, που συντελούν στο υψηλό ποσοστό παιδικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα. Εν προκειμένω, μελετήθηκαν η διατροφή και οι συνήθειες στο φαγητό, ο τρόπος ζωής, καθώς και οι συνήθειες και πεποιθήσεις της οικογένειας.
Η επιλογή και η συχνότητα πρόσληψης διαφόρων τροφίμων, καθώς και το σύνολο των θρεπτικών συστατικών, δηλαδή η ποσότητα των υδατανθράκων, της ζάχαρης, των λιπαρών και το είδος αυτών, καθώς και των πρωτεϊνών, που καταναλώνουν τα παιδιά, αποτέλεσε τον οδηγό της διατροφικής ανάλυσης. Τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης, από την έρευνα GRECO, έδειξαν πως τα παιδιά σχολικής ηλικίας τρώνε 9% περισσότερους υδατάνθρακες και αμυλούχα, αλλά και 11% περισσότερη ζάχαρη από τις συνιστώμενες μερίδες. Επίσης το ποσοστό των ζωικών-κεκορεσμένων λιπαρών καταναλώνονται παραπάνω, ενώ τα πολύ-ακόρεστα λιπαρά λιγότερο. Οι έξι (6) κυριότερες πηγές κεκορεσμένων
λιπαρών, που βρέθηκαν στη μελέτη, είναι το λευκό και κίτρινο τυρί, το γάλα, το παγωτό, η σοκολάτα, και το κρέας. Στον οργανισμό μας τα κεκορεσμένα λιπαρά ευθύνονται για την αύξηση των λιπιδίων στο αίμα και, φυσικά, για καρδιοαγγειακές παθήσεις στην ενήλικη ζωή. Επίσης, η παχυσαρκία φαίνεται να συσχετίζεται κυρίως με το σύνολο των διατροφικών συνηθειών ή και με συγκεκριμένο πρότυπο διατροφής. Οι τροφές και τα θρεπτικά στοιχεία μπορούν να αλληλεπιδρούν προς συγκεκριμένο αποτέλεσμα και για όλα αυτά έχουμε τη λογική του Διατροφικού Δείκτη (ΔΔ). Ο δείκτης αυτός αποτελεί εργαλείο για την ακριβή μέτρηση ενός διατροφικού προτύπου και στην αξιολόγηση της συνολικής δράσης της τροφής.
Με τα δεδομένα της GRECO, σχεδιάστηκε διατροφικός δείκτης ειδικός για παιδιά, με στόχο τον έγκυρο εντοπισμό και την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας. Στον δείκτη συμπεριλήφθηκαν τροφές προστατευτικές, όπως φρούτα, λαχανικά, σιτηρά ολικής άλεσης, γιαούρτι, ξηροί καρποί, όσπρια, ψάρι, αλλά και επιβλαβείς τροφές, στις οποίες περιλαμβάνονται χυμοί με επιπρόσθετη ζάχαρη και αναψυκτικά, τυποποιημένες τροφές αλλά και αλλαντικά, φάστφουντ, κ.α. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως παιδιά με χαμηλό διατροφικό δείκτη έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.
Εκτός από την συχνότητα κατανάλωσης τροφών και το διατροφικό πρότυπο των παιδιών, οι συνήθειες φαγητού αποτελούν άλλον έναν σημαντικό παράγοντα, που συσχετίζεται με την παιδική παχυσαρκία. Παιδιά με αυξημένο βάρος είχαν τηλεόραση ή υπολογιστή στο δωμάτιο τους και έτειναν να τρώνε πιο συχνά βλέποντας τηλεόραση, δεν κατανάλωναν πρωινό και έτρωγαν πιο συχνά εκτός σπιτιού ή παράγγελναν φαγητό στο σπίτι.
Στη μελέτη GRECO εξετάστηκε και η επίδραση που έχουν οι πεποιθήσεις και οι οικογενειακές συνήθειες στην πιθανή αύξηση του βάρους των παιδιών. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε το γεγονός ότι πολλοί γονείς δεν αντιλαμβάνονταν ότι είχαν παιδί με αυξημένο βάρος, και το θεωρούσαν φυσιολογικό ή ακόμα και χαμηλού σωματικού βάρους.
Άμεση επίδραση στην αύξηση βάρους είχε και η καθημερινότητα ή αλλιώς ο τρόπος ζωής των παιδιών στην Ελλάδα, όπως έχουν δείξει και μελέτες σε άλλα κράτη της Ευρώπης. Φαίνεται να επηρεάζει το ποσοστό λίπους και συνολικά το βάρος των παιδιών ο τρόπος ζωής τους, που συμπεριλαμβάνει: α) άσκηση και γενικότερα κίνηση, β) ώρες που βλέπουν τηλεόραση, γ) ώρες που βρίσκονται μπροστά σε κάποια οθόνη υπολογιστή και άλλων media/games, δ) συνολικές ώρες διαβάσματος και ε) ώρες ύπνου. Βέβαια κάθε ένας παράγοντας έχει την ευθύνη από μόνος του, αλλά και σε συνδυασμό με τους άλλους παράγοντες για τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά.
Εκτός από το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας, η κατανάλωση αλατιού ξεπερνούσε τις συστάσεις. Οι κύριες πηγές άλατος είναι η πίτσα, οι πατάτες τηγανιτές, το σουβλάκι, τα χάμπουργκερ, χωρίς να υπολογίζεται αυτό που προστίθεται στο φαγητό κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος. Όμως στην αυξημένη κατανάλωση άλατος, συντελούν το ψωμί, τα τυποποιημένα δημητριακά πρωινού, και το τυρί (λευκό και κίτρινο).
Το επιπρόσθετο βάρος καθώς και η αυξημένη πρόσληψη άλατος συμβάλλουν και στην αύξηση της αρτηριακή πίεσης, όπως έχουν δείξει πολλές έρευνες, μία από αυτές και η GRECO. Έχει δημοσιευτεί έρευνα, στην οποία η μείωση πρόσληψης άλατος κατά 42%, σε παιδιά και εφήβους, προκαλεί ελάττωση της συστολικής πίεσης κατά 1.2 mmHg και της διαστολικής κατά 1.3 mmHg.
Η παιδική παχυσαρκία, λοιπόν, που συσχετίζεται με πολλαπλά νοσήματα και επιπλοκές, βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, μπορεί να ελεγχθεί με κατάλληλη αγωγή. Προσέχουμε τη διατροφική πρόσληψη, τις διατροφικές συνήθειες και τη συμπεριφορά των παιδιών στην καθημερινή τους ζωή. Επίσης, βοηθάει πολύ η μείωση των τροφών που είναι πλούσιες σε αλάτι και αυτό μπορεί να αποτελέσει βασικό στοιχείο για την υγεία. Βεβαίως το καλύτερο, το πρώτον στους στόχους μας είναι η πρόληψη, πριν το παιδί εξελιχθεί σε υπέρβαρο.