Η βιταμίνη D αποτελεί μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με δύο κύριες μορφές, την βιταμίνη D2 ή εργοκαλσιφερόλη και την βιταμίνη D3 ή χοληκαλσιφερόλη. Ο οργανισμός προμηθεύεται τη βιταμίνη D2 μέσω διαιτητικών πηγών (περίπου 10% της πρόσληψης) και τη βιταμίνη D3 μέσω της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία UVB (περίπου 90% της πρόσληψης).

Η βιταμίνη D αφού παραχθεί στο δέρμα ή προσληφθεί μέσω της τροφής, μετατρέπεται στο ήπαρ και τους νεφρούς σε 1,25-διυδροξυβιταμίνη D (1,25 [OH]2 D) που αποτελεί την ενεργή μορφή της. Στη συνέχεια, σε ενεργή πλέον μορφή απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος. Η ενεργή βιταμίνη D συμβάλλει στη φυσιολογική πρόσληψη ασβεστίου για τη σωστή ανάπτυξη και ανάπλαση των οστών μέσω της προαγωγής της απορρόφησης ασβεστίου και φωσφόρου από την τροφή στο έντερο, καθώς και της επαναρρόφησης του ασβεστίου στους νεφρούς, ρυθμίζοντας έτσι τα επίπεδά τους στο αίμα και συνεπώς, στην προαγωγή της βέλτιστης σκελετικής υγείας του ανθρώπου.

Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη της βιταμίνης D εξαρτάται από την ηλικιακή ομάδα που ανήκει το άτομο. Πιο συγκεκριμένα, για τα βρέφη ,τα παιδιά και τους εφήβους η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη είναι 200IU,για τους ενήλικες κάτω των 50 ετών είναι τα 400-800IU, ενώ για τους ενήλικες άνω των 50 ετών είναι τα 1000 IU.

Όσο αφορά της πηγές πρόσληψης, κύριες διαιτητικές πηγές της βιταμίνης D αποτελούν τα λιπαρά ψάρια (5-10 μg), το συκώτι (1 μg), το αυγό (7,4 μg), το πλήρες γάλα, το τυρί και το βούτυρο (0,3-0,6 μg). Επίσης, στις σύγχρονες κοινωνίες, λόγω της ευρείας πλέον ανεπάρκειας της βιταμίνης D στον πληθυσμό, σύμφωνα με τα σημερινά όρια (20 ng/ml), πραγματοποιείται εμπλουτισμός των τροφίμων. Πιο συγκεκριμένα, τρόφιμα που συνήθως εμπλουτίζονται αποτελούν η μαργαρίνη, το γάλα, τα δημητριακά και ο χυμός. Όμως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η έκθεση στον ήλιο καλύπει το 90% των αναγκών του οργανισμού για βιταμίνη D. Συνεπώς, συστήνεται η έκθεση στον ήλιο για 15-20 λεπτά μεταξύ 10πμ και 2μμ άνευ αντιηλιακού, ιδανικά για τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα.

Συνεπώς, ως ανεπάρκεια βιταμίνης D, σύμφωνα με τις τρέχουσες συστάσεις, χαρακτηρίζεται όταν τα επίπεδα βιταμίνης D στο ορό είναι μικρότερα από 20 ng/ml. Όμως, τα συμπτώματα ανεπάρκειας (π.χ ραχίτιδα και οστεομαλακία) εμφανίζονται όταν τα επίπεδα βιταμίνης D στον ορό είναι μικρότερα από 12 ng/ml. Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε ότι η αξιολόγηση της επάρκειας βιταμίνης D μέσω της μέτρηση των επιπέδων της ολικής βιταμίνης D, αποτελεί μια ευαίσθητη διαδικασία. Αυτό οφείλεται στο ότι οι τιμές είναι ευμετάβλητες αφού επηρεάζονται από την εποχή του έτους που πραγματοποιείται η εξέταση, το υψόμετρο, το γεωγραφικό πλάτος, την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, την ατμοσφαιρική μόλυνση, το ρουχισμό και τη χρήση αντιηλιακού. Ακόμα, η τιμή της βιταμίνης αυξομειώνεται σύμφωνα και με την πρόσληψη ασβεστίου αλλά και ελέγχεται από τον παραθυρεοειδή αδένα.

Συντακτική ομάδα:

Κοντογιάννη Μάγδα
Διατροφολόγος, Επιστήμονας Τροφίμων & Διατροφής – Πανεπιστήμιο Αιγαίου
MSc Διατροφή, Δημόσια Υγεία και Πολιτικές – Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
MSc candidate Κλινική Διατροφή – Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 —

Μέλλου Έλενα
Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
MSc Διατροφή, Δημόσια Υγεία και Πολιτικές – Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών