Η διατροφή και το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών αποτελούν δυο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αρχικά, το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (PCOS) αποτελεί ένα πολύ συχνό φαινόμενο σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Ειδικότερα, αποτελεί μια ενδοκρινική διαταραχή, με μεγάλη ετερογένεια συμπτωμάτων (τόσο στη ποικιλία, όσο και στην ένταση της εμφάνισής τους). Επιπλέον, το σύνδρομο πιθανότατα έχει γενετικό υπόβαθρο αλλά με μεγάλη επιρροή από περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Περιβαλλοντικοί παράγοντες που πιθανώς προάγουν το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών:

  1. Τρόπος διατροφής (π.χ παχυσαρκία)
  2. Μειωμένη Φυσική δραστηριότητα
  3. Κάπνισμα
  4. Άγχος

Επιπροσθέτως, μελέτες έδειξαν ότι ο επιπολασμός του συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών κυμαίνεται 6% εώς 18%, αναλόγως τα διαγνωστικά κριτήρια και απασχολεί 1 στις 10 γυναίκες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμη, περίπου το 80% που εμφανίζουν το σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών αποτελούν γυναίκες με υπερβάλλον βάρος ή παχύσαρκες. Επίσης, σύμφωνα με έρευνες το PCOS συσχετίζεται θετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου, καρδιαγγειακών παθήσεων και διαβήτη τύπου 2.

Η υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής σε συνδυασμό με αύξηση της φυσικής δραστηριότητας πιθανότατα αποτελεί αποτελεσματική παρέμβαση για τη μείωση των συμπτωμάτων του Συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών. Συγκρεκριμένα, η αποτελεσμάτικότητα της διατροφής αυξάνει σε παχύσαρκες γυναίκες. Αντιθέτως, η υιοθέτηση ανθυγιεινών προτύπων διατροφής επιδεινώνει πιθανώς τα συμπτώματα του συνδρόμου. Δηλαδή, η διατροφή αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες, αφού συμβάλλει εκτός των άλλων στη μείωση του σωματικού βάρους και λίπους, στην εύρυθμη γλυκαιμική απόκριση καθώς και στη διατήρηση υγιών επιπέδων των λιπιδίων του αίματος.

Ακόμα, στο Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών τα συμπτώματα ποικίλουν και τα χαρακτηρίζει μεγάλη ετερογένεια. Ο εξατομικευμένος τρόπος αντιμετώπισης αποτελεί μονόδρομο. Συνεπώς, αποτελεί σημαντικό να απευθυνθείτε στο θεράποντα ιατρό και το διατροφολόγο.

Διατροφικά tips:

  • Ενίσχυση της διατροφής με τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (διάβασε περισσότερα εδώ)
  • Περιορισμός στο ελάχιστο της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών όπως τα τηγανητά, fast food, σφολιατοειδή, έτοιμα παρασκευάσματα και γλυκά.
  • Επιλογή δημητριακών ολικής άλεσης (πχ. ψωμί, δημητριακά, ζυμαρικά κ.α) αντί για επεξεργασμένα-λευκά- προϊόντα.
  • Προτίμηση γαλακτοκομικών χαμηλών λιπαρών (1,5-2%).
  • Ενίσχυση της διατροφής με φρούτα και λαχανικά. Πλούσιες πηγές βιταμινών και ιχνοστοιχείων με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση.
  • Κατανάλωση οσπρίων 1-2 φορές την εβδομάδα, τα οποία αποτελούν πλούσια πηγή φυτικής πρωτεΐνης και φυτικών ινών. Ταυτόχρονα, αποτελούν και τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
  • Τέλος, εμπλουτισμός του διατροφικού πλάνου με καλά λιπαρά όπως οι ξηροί καρποί, το αβοκάντο (διάβασε περισσότερα εδώ), οι ελιές και το ελαιόλαδο (διάβασε περισσότερα εδώ), τα οποία ενισχύουν και προστατεύουν το καρδιαγγειακό σύστημα.
Συντακτική ομάδα:
Κοντογιάννη Μάγδα
Διατροφολόγος, Επιστήμονας Τροφίμων & Διατροφής – Πανεπιστήμιο Αιγαίου
MSc Διατροφή, Δημόσια Υγεία και Πολιτικές – Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
—-
Μέλλου Έλενα
Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
MSc candidate Διατροφή, Δημόσια Υγεία και Πολιτικές – Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών